(Hom., см. Ἀπειραίη)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀπείρηθεν — Apeiraean indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρηθεν — ἀπό εἰρέω say aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)